- συμμεμιγμένως
- Α1. ανάμικτα, σύμμικτα2. συγκεχυμένα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συμμεμιγμένος τού συμμιγνύω «αναμιγνύω, ανακατώνω» + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμμεμιγμένως — confusedly indeclform (adverb) συμμίγνυμι perf part mp masc acc pl (doric) συμμεμῑγμένως , συμμίγνυμι perf part mp masc acc pl (doric) συμμεμῑγμένως , συμμίγνυμι perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)